Μια σοφή γυναίκα που ταξίδευε στα βουνά ανακάλυψε τυχαία σε ένα ρέμα ένα πολύτιμο πετράδι.
Κοντοστάθηκε, τον μάζεψε και συνέχισε το δύσκολο ταξίδι της.
Την επόμενη μέρα συνάντησε έναν άλλο ταξιδιώτη πεινασμένο και εξαντλημένο.
Η γυναίκα βλέποντας τον έτσι ταλαιπωρημένο, αποφάσισε να μοιραστεί μαζί του το φαγητό της.
Καθώς όμως άνοιξε το σακίδιο της, ο ταξιδιώτης είδε το πολύτιμο πετράδι και εντυπωσιάστηκε.
Παρακάλεσε λοιπόν τη γυναίκα να του το χαρίσει.
Εκείνη χωρίς δισταγμό ή δεύτερες σκέψεις πήρε το πολύτιμο πετράδι και του τον έδωσε.
Ο ταξιδιώτης έφυγε ενθουσιασμένος, μακαρίζοντας την καλή του τύχη.
Αυτό το πετράδι ήταν ανεκτίμητης αξίας και θα τον εξασφάλιζε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Κι άρχισε να κάνει σχέδια για το μέλλον του που διαγραφόταν λαμπρό, γεμάτο ανέσεις και πολυτέλειες.
Μετά από μερικές μέρες όμως επέστρεψε αναζητώντας τη σοφή γυναίκα.
"Σκέφτηκα πολύ αυτές τις μέρες" ομολόγησε μόλις τη βρήκε.
"Ξέρω πόσο πολύτιμο είναι το πετράδι που μου χάρισες.
Θα μπορούσα με τη βοήθεια του να ζήσω μια άνετη, παραμυθένια ζωή.
Παρόλα αυτά δεν το θέλω.
Αποφάσισα να στο επιστρέψω με την ελπίδα ότι θα μου δώσεις κάτι άλλο, κάτι πραγματικά πολύτιμο.
Δώσε μου κάτι που υπάρχει μέσα σου, δώσε μου αυτό που σε έκανε να μου χαρίσεις το πετράδι"
Paulo Coelho
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου