Κάποτε, σε ένα γκρίζο κρησφύγετο μιας μακρινής πόλης ζούσε ένα μικρό αγόρι. Ήταν ένα παιδί χαμογελαστό μα τα μάτια του ήταν συχνά θλιμμένα. Δεν είχε αδέρφια. Οι γονείς του κάποια στιγμή γκρέμισαν το σπίτι από τις πολλές μάχες που συνέβαιναν συχνά. Ο κόσμος δεν ήξερε τίποτα μέχρι που τα ερείπια του πολέμου άρχισαν να αχνοφαίνονται στο βλέμμα του παιδιού. Το παιδί νόμιζε ότι ήξερε να αγαπά και πίστευε ότι δεν έπρεπε να πει σε κανέναν για όλες αυτές τις μάχες που έγιναν στο σπίτι του, για τη βία, τη θλίψη και την οργή που βίωσε.
Σε ένα γκρίζο και αβάσταχτο περιβάλλον, το αγόρι μεγάλωνε και ακουμπούσε μερικές φορές κάποιες αναλαμπές χαράς σαν αστραπές. Όμως μια νύχτα που όλα φαίνονταν καλά, μια σκοτεινή φιγούρα έφτασε στο προσκεφάλι του την ώρα που το μικρό αγόρι ονειρευόταν κόσμους μακρινούς και ξέφωτα γεμάτα μαγεία και μουσική. Παρόλο που η ζωή του έφερνε συχνά απίστευτα δώρα, ανθρώπους, ευκαιρίες, σχέσεις, η κατάμαυρη και τρομακτική φιγούρα μεγάλωνε.
Το αγόρι φοβισμένο και παραδομένο στη μοναξιά του, φοβόταν να μαρτυρήσει το μυστικό του. Ήθελε να το φωνάξει και να τον ακούσουν όλα τα θεμέλια του παιδικού του σπιτιού, κάθε πέτρα αυτού του σπιτιού που το στοίχειωνε και το απομάκρυνε από τους άλλους, από τον εαυτό του.
Προσπαθούσε να εκφραστεί αλλά όλο κάτι του ξέφευγε. Η ζωή του φαινόταν αφόρητη και πικρή. Παρ’ όλα αυτά, συνέχιζε να κολυμπά μέσα της αλλά τα κύματα διαπερνούσαν το κορμί του, την καρδιά του. Και η σκοτεινή φιγούρα στεκόταν δίπλα του πελώρια, τρομακτική και του έπαιρνε τα πάντα. Δε μιλούσαν μεταξύ τους αλλά του ρουφούσε όλη την ενέργεια.
Η βροχή συνέχιζε μονότονα και αποπνικτικά να τον παρασέρνει σε έναν ατελείωτο βάλτο. Και στον βάλτο δεν μπορούσε κανείς να μπει. Ένιωθε πόνο, θυμό, λύπη, απογοήτευση, απελπισία και ενοχή. Και η φιγούρα ύψωνε το ανάστημά της όλο και περισσότερο. Το αγόρι μεγάλωσε και έγινε άντρας.
Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζε. Ένα βράδυ, λοιπόν, μετά από μια σειρά μεθυσμένων περιπετειών, ένας φίλος του του εξομολογήθηκε ότι έβλεπε και αυτός μια μαύρη φιγούρα. -Φίλε, σκέφτηκες ποτέ ότι οι φιγούρες είναι μέρος του εαυτού μας; -Όχι, δεν μπορεί. Η φιγούρα μου είναι άσχημη, γεμάτη πληγές και το πρόσωπό της μου φέρνει στο μυαλό την ανάμνηση του πολέμου.
– Ο πόλεμος όμως φίλε είναι αυτός που δε μας αφήνει να φιλιώσουμε με τον εαυτό μας, με την ηρεμία στην ψυχή μας. Και χανόμαστε. Χάνουμε σχέσεις, ευκαιρίες, ηλιαχτίδες φωτός. Ενώ γνωρίζουμε και οι δύο πως μέσα μας βαθιά μια ρωγμή έστελνε πάντοτε φως στο σκοτάδι, μια μικρή, τόση δα ηλιαχτίδα βρίσκεται βαθιά κρυμμένη κάπου.
– Πρέπει να μιλήσω γι’ αυτό αλλά κανείς δε θα με ακούσει. Και αν κάποιος με ακούσει, θα τρομάξει και θα φύγει. Όπως έφυγε το σπίτι μου από τη θέση του. – Για να χτίσουμε ένα καινούριο σπίτι, πρέπει να αγκαλιάσουμε το παλιό. Κάθε πέτρα, κάθε τούβλο, κάθε δωμάτιο, κάθε καταστροφή είναι κομμάτι του προσωπικού μας μύθου.
Τα αγόρια κοίταξαν μαζί τις σκοτεινές τους φιγούρες. Τις έπιασαν από το χέρι και τις κάλεσαν σε έναν ξέφρενο χορό, τον χορό της βροχής. Η βροχή έλουσε τους δύο φίλους και για λίγο η σφοδρή καταιγίδα ταρακούνησε τη γη κάτω από τα πόδια τους. Οι δυο άντρες φώναξαν τότε : «Ο ήλιος θα έρθει! Ήταν πάντα εδώ, περίμενε τη φωνή μας».
Από κείνο το βράδυ δεν ήταν τίποτα ίδιο. Η φιγούρα σαν να μίκρυνε και κάποιες φορές δεν ήταν ορατή. Όποτε εμφανιζόταν, ο άντρας την προσκαλούσε με αγάπη και τρυφερότητα για φαγητό και ποτό, κυρίως μετά τα μεσάνυχτα. Και λίγο πριν κοιμηθεί, στο προσκεφάλι του, μιλούσαν για τη συννεφιά γύρω τους αλλά και για τον ήλιο και τις όμορφες και δύσκολες εικόνες εκείνου του παιδικού στοιχειωμένου σπιτιού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου