Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ελέφαντας που όλη μέρα καθόταν και δεν έκανε τίποτα.
Ζούσε μόνος του σ’ ένα σπιτάκι πέρα ψηλά στην κορφή ενός στριφογυριστού δρόμου.
Από το σπίτι του ελέφαντα, ο στριφογυριστός δρόμος κατέβαινε, όλο κατέβαινε γεμάτος στροφές κι έφτανε σε μία πράσινη κοιλάδα, όπου ήταν ένα άλλο σπιτάκι. Στο σπιτάκι εκείνο ζούσε μία πεταλούδα.
Μια μέρα, εκεί που ο ελέφαντας καθόταν στο σπιτάκι του πλάι στο παράθυρο και κοίταζε έξω και δεν έκανε τίποτα (κι ήταν πολύ χαρούμενος, γιατί αυτό ακριβώς του άρεσε να κάνει περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο), είδε κάποιον ν’ ανεβαίνει, ολοένα ν’ ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι του∙ κι άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και σάστισε πολύ. «Ποιος να ‘ναι αυτός που ανεβαίνει κι ολοένα κι ανεβαίνει το στριφογυριστό δρόμο κατά το σπιτάκι μου;» αναρωτήθηκε ο ελέφαντας.
Και μια στιγμή αργότερα, είδε πως ήταν μία πεταλούδα που πετάριζε χαρούμενα στο στριφογυριστό δρόμο∙ κι ο ελέφαντας είπε: «Απίστευτο! Θα περάσει άραγε απ’ το σπιτάκι μου να μου κάνει επίσκεψη;» Όσο πλησίαζε η πεταλούδα, τόσο η αγωνία του ελέφαντα μεγάλωνε – ώσπου η πεταλούδα ανέβηκε τα σκαλιά του μικρού σπιτιού και χτύπησε πολύ απαλά με το φτερό της την πόρτα. «Είναι κανείς εδώ;» ρώτησε.
Ο ελέφαντας ήταν ενθουσιασμένος, μα δεν είπε λέξη.
Η πεταλούδα χτύπησε ακόμη μια φορά με το φτερό της, λίγο πιο δυνατά αλλά πάλι πολύ απαλά, και είπε: «Μένει κανείς σ’ αυτό το σπίτι;»
Ούτε και τότε ο ελέφαντας είπε τίποτα, γιατί απ’ τη χαρά του δεν μπορούσε να μιλήσει.
Την τρίτη φορά η πεταλούδα χτύπησε την πόρτα αρκετά δυνατά και ρώτησε: «Είναι κανείς μέσα;» Αυτήν τη φορά ο ελέφαντας είπε με φωνή που έτρεμε: «Εγώ». Η πεταλούδα κοίταξε δειλά απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: «Ποιος είσαι εσύ που ζεις σ’ αυτό το σπιτάκι;» Κι ο ελέφαντας κοίταξε δειλά από τη μισάνοιχτη πόρτα και είπε: «Είμαι ο ελέφαντας που δεν κάνει τίποτα όλη μέρα». «Ω» είπε η πεταλούδα. «Να περάσω;» «Κόπιασε» είπε ο ελέφαντας μ’ ένα μεγάλο χαμόγελο, γιατί ήταν τρισευτυχισμένος. Η πεταλούδα έσπρωξε απαλά την πόρτα με το φτερό της, την άνοιξε και μπήκε.
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν εφτά δέντρα που ζούσαν πλάι στο στριφογυριστό δρόμο. Κι όταν η πεταλούδα έσπρωξε την πόρτα με το φτερό της και μπήκε στο σπιτάκι του ελέφαντα, ένα από τα δέντρα είπε σ’ ένα από τα δέντρα: «Μου φαίνεται πως θα βρέξει».
«Ο στριφογυριστός δρόμος θα γίνει μούσκεμα και θα μοσχοβολάει», είπε ένα άλλο δέντρο σ’ ένα άλλο δέντρο.
Ένα από τ’ άλλα δέντρα είπε τότε σ’ ένα από τ’ άλλα δέντρα: «Τι τυχερή που είναι η πεταλούδα που είναι ασφαλής στο σπιτάκι του ελέφαντα. Έτσι δεν θα πάθει τίποτα απ’ τη βροχή».
Μα το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε: «Άρχισε κιόλας να βρέχει, το νιώθω». Και πράγματι, την ώρα που η πεταλούδα κι ο ελέφαντας συζητούσαν μες στο σπιτάκι του ελέφαντα, πάνω ψηλά στην κορφή του στριφογυριστού δρόμου, άρχισε παντού να πέφτει μια απαλή βροχή∙ κι η πεταλούδα με τον ελέφαντα κάθισαν μαζί πλάι στο παράθυρο και κοίταζαν έξω κι ένιωθαν ασφαλείς και χαρούμενοι, ενώ ο στριφογυριστός δρόμος είχε μουσκέψει κι είχε αρχίσει να μοσχοβολάει, όπως ακριβώς είχε πει το τρίτο δέντρο.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κι η βροχή σταμάτησε. Ο ελέφαντας αγκάλιασε πολύ απαλά τη μικρή πεταλούδα και είπε: «Μ’ αγαπάς λιγάκι;»
Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: «Όχι, σ’ αγαπώ πάρα πολύ».
Ο ελέφαντας τότε είπε: «Είμαι πολύ χαρούμενος, νομίζω πως πρέπει να πάμε να κάνουμε μια βόλτα μαζί εσύ κι εγώ: η βροχή σταμάτησε πια κι ο στριφογυριστός δρόμος μοσχοβολάει».
Η πεταλούδα είπε: «Ναι, αλλά πού να πάμε εσύ κι εγώ;»
Ας κατεβούμε το στριφογυριστό δρόμο κι ας πάμε πέρα μακριά, εκεί που δεν έχω πάει ποτέ» είπε ο ελέφαντας στη μικρή πεταλούδα. Κι η πεταλούδα χαμογέλασε και είπε: «Πολύ θέλω να κατεβώ μαζί σου το στριφογυριστό δρόμο και να πάμε πέρα μακριά – ας βγούμε απ’ την πορτούλα του σπιτιού σου κι ας κατεβούμε τα σκαλιά μαζί – τι λες;»
Βγήκαν λοιπόν μαζί απ’ το σπιτάκι, και το χέρι του ελέφαντα αγκάλιαζε πολύ απαλά την πεταλούδα. Το μικρότερο απ’ τα δέντρα είπε τότε στους έξι φίλους του: «Μου φαίνεται πως η πεταλούδα αγαπάει τον ελέφαντα όσο κι ο ελέφαντας αγαπάει την πεταλούδα, και χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί θα μείνουν αγαπημένοι για πάντα».
Κι ο ελέφαντας με την πεταλούδα κατέβαιναν, ολοένα και κατέβαιναν το στριφογυριστό δρόμο.
Μετά τη βροχή είχε βγει ένας υπέροχος λαμπερός ήλιος.
Στο στριφογυριστό δρόμο τα λουλούδια μοσχοβολούσαν.
Ένα πουλί άρχισε να τραγουδάει σ’ ένα θάμνο και τα σύννεφα χάθηκαν απ’ τον ουρανό κι ήταν παντού Άνοιξη.
Όταν έφτασαν στο σπίτι της πεταλούδας κάτω στην πράσινη κοιλάδα, που ήταν πράσινη όσο ποτέ, ο ελέφαντας είπε: «Αυτό είναι το σπίτι σου;»
Κι η πεταλούδα είπε: «Ναι, αυτό είναι».
«Να περάσω;» είπε ο ελέφαντας.
«Ναι» είπε η πεταλούδα. Ο ελέφαντας λοιπόν έσπρωξε ελαφρά την πόρτα με την προβοσκίδα του και μπήκαν στο σπίτι της πεταλούδας. Τότε ο ελέφαντας φίλησε την πεταλούδα πολύ απαλά κι η πεταλούδα είπε: «Γιατί δεν είχες έρθει ποτέ μέχρι τώρα εδώ κάτω στην κοιλάδα που μένω;» Κι ο ελέφαντας απάντησε: «Γιατί δεν έκανα τίποτα όλη μέρα. Τώρα όμως που ξέρω πού μένεις, θα κατεβαίνω κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο για να σε βλέπω, αν δεν σε πειράζει – σε πειράζει;» Τότε η πεταλούδα φίλησε τον ελέφαντα και είπε: «Σ’ αγαπώ και θέλω πολύ να έρχεσαι».
Κι από τότε ο ελέφαντας κατέβαινε κάθε μέρα το στριφογυριστό δρόμο που μοσχοβολούσε (περνώντας πλάι απ’ τα εφτά δέντρα και το πουλί που κελαηδούσε μες στο θάμνο) για να πάει στη μικρή του φίλη την πεταλούδα.
Κι έμειναν αγαπημένοι για πάντα.
e.e.cummings, Παραμύθια (εκδ. Νεφέλη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου