Μια φορά κι έναν καιρό, ένας σοφός δάσκαλος ήθελε να διδάξει σε
έναν μαθητή του τα μυστικά της ευτυχισμένης και επιτυχημένης
ζωής. Γνωρίζοντας τα πολλά περιττά εμποδία και τις δυσκολίες που οι
περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν στην αναζήτηση της ευτυχίας, σκέφτηκε ότι
στο πρώτο μάθημα θα έπρεπε να του εξηγήσει γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι ζουν
μέτριες και συνηθισμένες ζωές.
Άλλωστε, σκέφτηκε ο γέροντας, πολλοί άνθρωποι
δείχνουν αδύναμοι να ξεπεράσουν τα κωλύματα που παρεμποδίζουν την επιτυχία τους
και καταλήγουν να ζουν μια μη ικανοποιητική και μετά βίας ανεκτή ζωή.
Ο δάσκαλος ήξερε ότι, για να κατανοήσει ο νέος αυτό το πολύ σημαντικό μάθημα,
θα έπρεπε να δει με τα ίδια του τα μάτια τι συμβαίνει όταν επιτρέπουμε στη
μετριότητα να κυβερνά τη ζωή μας.
Για να διδάξει αυτά
τα σημαντικά μαθήματα, αποφάσισε να κάνουν
ένα ταξίδι με τον μαθητή του και να επισκεφθούν ένα από τα πιο φτωχά χωριά της
επαρχίας τους. Αθλιότητα και εγκατάλειψη επικρατούσε σε ολόκληρη την περιοχή
και οι κάτοικοι έδειχναν να έχουν συμβιβαστεί με την τύχη τους.
Λίγο μετά την άφιξή τους, ο δάσκαλος ζήτησε από τον νέο να τον
βοηθήσει να βρουν το πιο φτωχικό σπίτι στην περιοχή. Εκεί θα έμεναν το βράδυ.
Αφού περπάτησαν για λίγο, έφτασαν στα περίχωρα. Κι εκεί, στη μέση
του πουθενά, οι δύο άντρες σταμάτησαν μπροστά στην πιο ρημαγμένη και μικρή
καλύβα που είχαν δει ποτέ στη ζωή τους.
Το οίκημα, που ήταν έτοιμο να καταρρεύσει, ήταν χτισμένο στην πιο
μακρινή άκρη μιας μικρής ομάδας σπιτιών. Αναμφίβολα, ήταν της πιο φτωχής
οικογένειας. Οι τοίχοι στέκονταν όρθιοι από θαύμα, απειλώντας ανά πάσα
στιγμή να γκρεμιστούν. Το νερό εισχωρούσε από την πρόχειρη αυτοσχέδια στέγη,
που έδειχνε ανίκανη να κρατήσει οτιδήποτε μακριά, ενώ διάφορα σκουπίδια
στοιβάζονταν γύρω γύρω από το σπίτι, κάνοντας ακόμα χειρότερη τη ρημαγμένη του
όψη.
Ο ιδιοκτήτης, αφού ενημερώθηκε για την παρουσία των δύο ξένων από
ένα μικρό παιδί, βγήκε έξω και τους απηύθυνε θερμό χαιρετισμό.
«Γεια σου κι εσένα, καλέ μου άνθρωπε», απάντησε ο δάσκαλος. «Θα μπορούσαν
δυο κουρασμένοι ταξιδιώτες να βρουν καταφύγιο στο σπίτι σου για το βράδυ;»
«Επικρατεί συνωστισμός στο σπίτι, αλλά, αν αυτό δε σας πειράζει,
είστε καλοδεχούμενοι».
Όταν οι δύο άντρες μπήκαν μέσα, ένιωσαν έκπληξη μόλις
συνειδητοποίησαν ότι ο μικροσκοπικός χώρος, που δεν ήταν μεγαλύτερος από 14
τετραγωνικά μέτρα, αποτελούσε το σπίτι οκτώ ατόμων. Ο πατέρας, η μητέρα, τα
τέσσερα παιδιά και οι δύο παππούδες έκαναν ό,τι καλύτερο μπορούσαν για να τους
προσφέρουν λίγο χώρο κάτω από αυτές τις περιοριστικές συνθήκες.
Το απεριποίητο και οδυνηρά αδύνατο σώμα τους και τα κουρελιασμένα
ρούχα τους ήταν ατράνταχτες αποδείξεις των βασικών ελλείψεων της καθημερινής
τους ζωής. Τα λυπημένα πρόσωπα και τα σκυφτά τους κεφάλια πρόδιδαν ότι η φτώχεια
δεν είχε καταβάλει μόνο το κορμί τους, αλλά είχε ριζώσει βαθιά μέσα τους.
Οι δύο επισκέπτες κοίταξαν τριγύρω, αναλογιζόμενοι αν υπήρχε κάτι
που να αξίζει μέσα σ’ αυτή την έσχατη ένδεια. Δεν υπήρχε τίποτα!
Αλλά καθώς βγήκαν από το σπίτι, συνειδητοποίησαν ότι έκαναν λάθος.
Παραδόξως, η οικογένεια είχε την πιο ασυνήθιστη περιουσία – αρκετά εντυπωσιακή
δεδομένων των συνθηκών. Είχαν μια αγελάδα.
Η αγελάδα δεν ήταν τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά η καθημερινή ζωή και
οι δραστηριότητες της οικογένειας φαίνεται ότι περιστρέφονταν γύρω από την
αγελάδα. «Τάισε την αγελάδα», «Φρόντισε η αγελάδα να έχει αρκετό νερό», «Δέσε
καλά την αγελάδα», «Μην ξεχάσεις να πας την αγελάδα να βοσκήσει», «Άρμεξε την
αγελάδα!».Ήταν φανερό ότι η αγελάδα έπαιζε κυρίαρχο ρόλο στη ζωή της
οικογένειας, παρόλο που το ελάχιστο γάλα που έβγαζε μετά βίας αρκούσε για να
τους θρέψει όλους.
Παρ’ όλα αυτά, η αγελάδα φαίνεται ότι εξυπηρετούσε έναν ακόμα
μεγαλύτερο σκοπό: ήταν το μόνο πράγμα που τους προστάτευε από την απόλυτη και
έσχατη δυστυχία. Σε ένα μέρος όπου όλα τα αγαθά ήταν λιγοστά, το να έχουν στην
κατοχή τους μια τέτοια πολύτιμη περιουσία προκαλούσε τον σεβασμό, αν όχι τον
φθόνο, των γειτόνων τους.
Κι εκεί λοιπόν -μέσα στη βρομιά και την ακαταστασία- ο δάσκαλος
και ο μαθητής ξάπλωσαν για να περάσουν το βράδυ.
Το επόμενο πρωί, πριν το ξημέρωμα και προσέχοντας να μην ξυπνήσουν
κανέναν, οι δύο ταξιδιώτες έφυγαν για να συνεχίσουν το ταξίδι τους.
Ο μαθητής κοίταξε τριγύρω του σαν να προσπαθούσε να φωτογραφίσει
με τον νου του το φρικτό μέρος. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν ήταν βέβαιος
ότι είχε καταλάβει το μάθημα που ο δάσκαλος ήθελε να του διδάξει. Ωστόσο, πριν
συνεχίσουν την πορεία τους, ο γέροντας του ψιθύρισε: «Ήρθε η ώρα να μάθεις το
μάθημα που μας έφερε σε αυτό τον θλιβερό τόπο».
Κατά τη διάρκεια της σύντομης επίσκεψής τους, είχαν γίνει
μάρτυρες μιας ζωής σχεδόν πλήρους εγκατάλειψης, αλλά ο νέος δεν ήταν σίγουρος
για την αιτία της φρικτής ζωής που περνούσε η οικογένεια. Πώς είχαν επιτρέψει
στον εαυτό τους να φτάσει σε αυτό το σημείο; Τι τους κρατούσε εκεί;
Συνεχίζεται...
Από το βιβλίο «Μια αγελάδα, μια
φορά… »
του ΔΡ. ΚΑΜΙΛΟ ΚΡΟΥΖ – εκδόσεις Πατάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου