Στη Μόσχα ζούσε ένας γέρος, ένας
«στρατηγός», δηλαδή ένας σύμβουλος του Κράτους που είχε ένα επίθετο γερμανικό!
Όλη του τη ζωή γύριζε τις φυλακές και επισκεπτόταν τους εγκληματίες. Κάθε
αποστολή για τα κάτεργα της Σιβηρίας ήξερε από πριν πως στα βουνά Βορομπιόβι θα
ερχόταν να τους βρει ο «γέρο- στρατηγός». Έκανε τη δουλειά του υπερβολικά
σοβαρά και με πολλή ευλάβεια. Ερχόταν, περνούσε εμπρός από τις γραμμές των
εξορίστων που τον περιτριγύριζαν, σταματούσε μπροστά σʼ όλους, ρωτούσε τον
καθένα για τις ανάγκες του, ποτέ σχεδόν δεν έκανε συστάσεις σε κανέναν, τους
έλεγε όλους «περιστεράκια». Τους έδινε λεφτά, τους έστελνε τα απαραίτητα
πράγματα – κάλτσες, γκέτες και καμπότο, τους έφερνε καμιά φορά κιόλας
βιβλιαράκια για τη σωτηρία της ψυχής και τα έδινα σʼ όλους τους
γραμματιζούμενους σίγουρος πως θα τα διάβαζαν στο δρόμο και ότι εκείνοι που
ήξεραν γράμματα, θα τα διάβαζαν στους αγράμματους. Σπάνια ρωτούσε για το
έγκλημα, άκουγε μόνο αν ο εγκληματίας άρχιζε να μιλάει ο ίδιος. Όλους τους
εγκληματίες τους είχε για ίδιους, δεν έκανε καμιά διάκριση. Τους μιλούσε σαν να
ήταν αδέλφια του, μα κι αυτοί τελικά τον έβλεπαν σαν πατέρα. Αν αντιλαμβανόταν
και εξόριστη γυναίκα με παιδί στην αγκαλιά, την πλησίαζε, χάιδευε το παιδί και
έκανε στράκες τα δάκτυλά του για να το κάνει να γελάσει.
Έτσι έκανε για πολλά χρόνια, μέχρι
που πέθανε. Στο τέλος τον ήξεραν όλοι στη Ρωσία κι όλοι στη Σιβηρία, δηλαδή τον
ήξεραν όλοι οι εγκληματίες. Μου διηγόταν κάποιος που είχε κάνει στη Σιβηρία,
ότι ήταν μάρτυρας πως ακόμη κι οι πιο πωρωμένοι εγκληματίες θυμόντουσαν το
στρατηγό παρʼ όλο που εκείνος σπάνια μπορούσε να δώσει περισσότερα από είκοσι
καπίκια στον καθένα. Η αλήθεια είναι πως δεν τον θυμόντουσαν πολύ θερμά ή και
πολύ στα σοβαρά. Κανένας από τους «δυστυχισμένους», που είχε σκοτώσει καμιά
ντουζίνα ανθρώπους ή που είχε σφάξει μισή ντουζίνα παιδιά, μόνο και μόνο γιατί
έτσι γουστάρισε (λένε πως υπήρχαν και τέτοιοι), στα ξαφνικά και χωρίς κανένα
λόγο, ίσως μια φορά στα είκοσι χρόνια, θα αναστέναζε και έλεγε: «Τι να γίνεται
άραγε ο γέρο – στρατηγός, ζει ακόμη;» Και λέγοντας αυτά, ίσως και να
χασκογελούσε ειρωνικά – κι αυτό ήταν όλο.
Και πού μπορείτε όμως να ξέρετε τι
σπόρο έσπειρε για πάντα στην ψυχή του αυτός ο «γέρο – στρατηγός», που δεν τον
ξέχασε στα είκοσι αυτά χρόνια; Που ξέρετε, Μπαχμούτωφ, ποια σημασία μπορεί να
έχει αυτή η συσχέτιση της μιας προσωπικότητας με την άλλη, μέσα στο πεπρωμένο
της συσχετισμένης προσωπικότητας;…Εδώ πρόκειται για μια ζωή ολόκληρη με
αμέτρητες διακλαδώσεις που παραμένουν κρυφές για μας. Ο καλύτερος σκακιστής, ο
πιο φίνος από τους σκακιστές, μπορεί να προβλέψει μόνο μερικές κινήσεις. Για
ένα Γάλλο σκακιστή, που μπορούσε να προβλέψει δέκα κινήσεις, γράψανε οι
εφημερίδες ότι τον θεωρούσαν θαύμα. Πόσες κινήσεις υπάρχουν εδώ λοιπόν και
πόσες απʼαυτές μας είναι άγνωστες; Όταν ρίχνετε το σπόρο σας, όταν ρίχνετε τη
«φιλανθρωπία σας, την καλή σας πράξη υπό οποιαδήποτε μορφή, δίνετε ένα κομμάτι
από την προσωπικότητά σας και δέχεστε ένα κομμάτι από μιαν άλλη. Συσχετίζεστε ο
ένας με τον άλλο αμοιβαία. Αν προσέξετε λίγο θα αμειφθείτε με γνώσεις, με
εντελώς αναπάντεχες ανακαλύψεις. Εσείς ο ίδιος θʼ αρχίσετε να βλέπετε τελικά τη
δουλειά σας σαν επιστήμη. Θα περικλείσει μέσα της όλη σας τη ζωή και μπορεί να
γεμίσει τη ζωή σας. Από την άλλη μεριά, όλες οι σκέψεις σας, όλοι οι σπόροι που
σπείρατε, που ίσως τους έχετε κιόλας ξεχάσει, θα φυτρώσουν και θα μεγαλώσουν.
Αυτός που πήρε από σας, θα μεταδώσει σε άλλον. Και που ξέρετε ποια θα είναι η
συμμετοχή σας στις μελλοντικές τύχες της ανθρωπότητας; Αν η γνώση και μια
ολόκληρη ζωή εργασίας θα σας ανυψώσουν τόσο, ώστε τελικά να είστε σε θέση να
ρίξετε ένα γιγάντιο σπόρο, νʼ αφήσετε στον κόσμο για κληρονομιά μια τεράστια
σκέψη.
Απόσπασμα από μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου