Ήταν ένας βιολιστής με παρδαλά ρούχα και με υψηλό σκούφο. Στο λαιμό του κρατούσε σφιγμένο το βιολί του και με τ᾿ άλλο χέρι το δοξάρι. Κουρδιζόταν κι έπαιζε σαν αληθινός βιολιστής. Κι όμως δεν ήταν αληθινός. Ήταν από ξύλο. Από ένα πολύ σπάνιο όμως ξύλο: το ξύλο της Αγάπης. Τι είναι αυτό το ξύλο κι από τι δένδρο κόβεται δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως κάθε τι το καμωμένο από τέτοιο ξύλο μπορεί ν᾿ αγαπήσει σαν ζωντανός άνθρωπος.
Ο βιολιστής άμα ήρθε στον κόσμο ετυλίχθηκε μέσα σε χαρτί, εκλείσθηκε σε χονδρό κουτί κι εστάλη σ᾿ ένα εμπορικό για να πουληθεί σαν να ήταν σκλάβος ο κακόμοιρος. Ο έμπορος τον έβαλε στην βιτρίνα. Εκεί τον έβλεπαν οι διαβάτες και έβλεπε κι αυτός, χωρίς να καταλαβαίνουν εκείνοι ότι ήταν κρυμμένη ζωή στο άψυχο ξύλο. Ο έμπορος κάποτε τον εκούρδιζε και τότε πια μαζευόταν κόσμος πολύς,
προ πάντων
παιδιά, κι άκουαν με θαυμασμό τη γλυκειά φωνή του βιολιού του. Κι αυτή η φωνή είχε κάτι ξεχωριστό, κάτι
που έφτανε ως την καρδιά. Όλο ενόμιζαν πως ο τεχνίτης είχε επιτύχει την μηχανή του. Δεν ήξεραν πως μέσα στο άψυχο ξύλο ήταν κρυμμένη ζωή. Δεν φαντάζονταν πως μόλις κουρδιζόταν η μηχανή ο βιολιστής έπαιζε το βιολί του μόνος με τη δύναμη της αγάπης που είχε μέσα του.
Αλλά δεν έπαιζε για κείνους που μαζεύονταν κι έχασκαν έξω από τη βιτρίνα. Ούτε τους λογάριαζε ούτε τον έμελλε. Έπαιζε μονάχα για την αγάπη του. Κι η αγάπη του ήταν μία ωραία κούκλα υψηλότερη από όλες τις άλλες, λυγερή, ξεχωριστή στη χάρη, με κατακόκκινο φόρεμα
στηλωμένη αντίκρυ του
στην ίδια βιτρίνα του εμπορικού. Ο βιολιστής αυτήν αντίκρισε πρώτη άμα βγήκε στο φώς της ημέρας από το χονδρό κουτί του και σ᾿ αυτήν εχάρισε όλη την αγάπη που είχε μέσα του. Άλλος κόσμος δεν υπήρχε εκτός της κούκλας. Εζούσε πια γι᾿ αυτήν. Αλλά κι εκείνη βέβαια τον αγαπούσε. Άν δεν τον αγαπούσε, τότε γιατί δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από πάνω του, τα φωτερά της εκείνα μάτια που τον έκαιαν; Άν δεν τον αγαπούσε γιατί δεν εγύριζε καν να ιδή έναν ξανθό αξιωματικό που επάνω στο ξύλινο άλογο του καθισμένος είχε γυρισμένο το κεφάλι πρός το μέρος της από την ώρα που τον έβαλε εκεί ο έμπορος; Άν δεν τον αγαπούσε, γιατί χαμογελούσε από ευχαρίστηση όταν έπαιζε το βιολί του, σαν να καταλάβαινε πως μόνο γι᾿ αυτήν έπαιζε; Τον αγαπούσε, τον αγαπούσε. Όλα αυτά ήσαν φανερά σημάδια.
Ο βιολιστής ένα φόβο είχε μέσα στην ευτυχία της αγάπης του: μήπως τους χωρίσουν. Πως ήταν δυνατόν να ζήση χωρίς αυτή; Και τι την ήθελε τη ζωή; Μα η τύχη που προστατεύει όλους τους ερωτευμένους δεν άφησε απροστάτευτο και τον ξύλινο βιολιστή.
Μια μέρα, ενώ έπαιζε με όρεξη το βιολί του, επερνούσαν απ᾿ έξω ένας ηλικιωμένος κύριος και μία μεσόκοπη κυρία. -Τι ωραία που παίζει αυτός, είπε ο κύριος. Μούρχεται να τον αγοράσω του ανεψιού μου. Την ίδια στιγμή η κυρία εκύτταξε την κούκλα.
- Και τι ωραία που είναι κι αυτή! Θα την πάρω κι εγώ της ανεψιάς μου.
Για μια στιγμή, ο βιολιστής ενόμισε πως θα χωριζόταν πια από την αγάπη του και τουρχόταν να σκάση από το κακό του. Ενώ όμως τον ετύλιγε ο έμπορος στο χαρτί, κατάλαβε από την ομιλία της κυρίας ότι ο ανεψιός και η ανεψιά ήσαν αδέλφια και ότι ύστερα από λίγες μέρες θα βρισκόταν πάλι κοντά στην αγαπημένη του κούκλα. Έκαμε υπομονή, μα και οι δυό μέρες, που έμεινε φυλακισμένος μέσα
σ᾿ ένα σκοτεινό ντουλάπι, του φάνηκαν χρόνοι ατέλειωτοι. Συλλογιζόταν
τι θα γινόταν
μόνη η αγαπημένη του, πως θα τον αναζητούσε, πως θα νόμιζε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε πια και θα σπαραζόταν από απελπισία. Κι ο καϋμένος ο βιολιστής εδάκρυζε τόσο πολύ και τόσο συχνά, ώστε όταν τον εξετύλιξαν από το χαρτί την Πρωτοχρονιά από τα δάκρυα είχαν ξεβάψει τα μάτια του. Βρέθηκε μέσα
σε μια σάλα φωτισμένη και γεμάτη κόσμο.
Τί τὸν ἔμελλε γιὰ τὸν κόσμο; Αὐτὸς ἐκύτταζε μόνο νὰ ἰδῆ ποὺ εἶνε ἡ ἀγάπη του. Κι ὅταν τὸν ἐκούρδισαν, ἔπαιξε μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη γιὰ νὰ τὸν ἀκούσῃ αὐτὴ καὶ νὰ χαρῇ. Τοῦ κάκου ὅμως, τοῦ κάκου! Ἡ ὥρα περνοῦσε κι ἐκείνη δὲν φαινόταν πουθενά. Ἦσαν ἄλλες κοῦκλες ἐκεῖ καθισμένες γύρω στὶς μεγάλες πολυθρόνες, ἀλλὰ καμμιὰ δὲν εἶχε τὴ χάρι τῆς ἀγαπημένης του. Ὁ βιολιστὴς ἄρχισε ν᾿ ἀπελπίζεται, ὅταν ξαφνικὰ πέρα ἐκεῖ πίσω ἀπὸ μία πόρτα τοῦ φάνηκε πὼς εἶδε τὴν ἄκρη ἑνὸς φορέματος καὶ τὸ φόρεμα αὐτὸ ἔμοιαζε πολὺ μ᾿ ἐκεῖνο τὸ κόκκινο ποὺ φοροῦσε ἡ ἀγάπη του.
Πῶς, ἦταν λοιπὸν ἐκεῖ καὶ δὲν ἐγύριζε νὰ τὸν δῆ; Τί ἔκανε πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα; Μήπως τὸν ἐπερίμενε ἐπίτηδες ἐκεῖ, μακρυὰ ἀπὸ τὸν κόσμο; Ἐπλησίασε σιγὰ-σιγὰ μὲ λαχτάρα, μὲ καρδιοχτύπι. Καὶ τί εἶδε; Τὴν ἀγαπημένη του μαζὶ μὲ τὸν ξανθὸ ἐκεῖνον ἀξιωματικό, ποὺ δὲν ἐγύριζε ἡ ἄπιστη νὰ δῆ ὅταν ἦταν στὴ βιτρίνα τοῦ ἐμπορικοῦ. Καὶ τώρα θὰ κρυφομιλοῦσαν βέβαια οἱ δυὸ γλυκὰ-γλυκὰ ἐκεῖνος ἀπὸ τὸ ἄλογό του κι αὐτὴ στηλωμένη ὀρθὴ στὸν τοῖχο. Ὁ βιολιστὴς ἄναψε ἀπὸ τὸν θυμό. Χωρὶς νὰ συλλογισθῆ τί κάνει, ἅρπαξε τὸ ξύλινο σπαθὶ ἀπὸ τὴ μέση τοῦ ἀξιωματικοῦ κι ἐπέρασε τὰ ἄπιστα στήθη τῆς κούκλας. Ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνοιχτὴ πληγὴ ἐχύθηκε ξαφνικὰ κάτι ποὺ δὲν ἔμοιζε καθόλου μὲ αἷμα. Ὁ βιολιστὴς μὲ τ᾿ ἀγριεμένα μάτια του τὸ εἶδε καὶ τινάχθηκε πίσω...
- Τί! ἐφώναξε μὲ βραχνὴ φωνή.
Καὶ τὴν εἶχα ἀγαπήσει τόσο, κι ἐνόμιζα ὅτι μ᾿ ἀγαποῦσε κι αὐτὴ ἐνῶ δὲν εἶχε μέσα στὰ στήθη της τίποτε ἄλλο ἀπὸ πίτουρα... πίτουρα!
Τὸ πρωί, βρῆκαν πίσω ἀπὸ τὴν πόρτα τὴν ὄμορφη κούκλα μὲ τρυπημένα τὰ στήθη καὶ χυμένα τὰ πίτουρα ἐπάνω στὸ κόκκινο φόρεμα καὶ τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ πεσμένο κάτω στὸ πάτωμα. Κι ὅταν πῆραν νὰ κουρδίσουν τὸν βιολιστή, εἶδαν πὼς τὸ ξύλο του ἦταν σπασμένο σὲ δυὸ κομμάτια. Ἔρραψαν τὴν πληγὴ τῆς κούκλας, ἐκόλλησαν τὸ σπαθὶ τοῦ ἀξιωματικοῦ, κι ἐπέταξαν στὸ κάρρο τῶν σκουπιδιῶν τὸν ἄχρηστο βιολιστή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου