Για πολλά χρόνια, όλα τους, μόνο μεγάλωναν και ομόρφαιναν χάρη στις φροντίδες
του κηπουρού τους. Το κάθε λουλούδι ήταν όμορφο και τέλειο.
Κάποτε, το σπιτάκι που είχε τον κήπο στην αυλή του, ερήμωσε, και ο κηπουρός δεν
ξαναπήγε να τον φροντίσει. Παρότι είχαν φως από τον ήλιο και νερό από τα
φθινοπωρινά σύννεφα, δεν ήταν πια ευτυχισμένα. Τους έλειπε ο φίλος τους ο
κηπουρός που τα περιποιούταν, τους μιλούσε, τα καμάρωνε για την τελειότητά τους
ενώ εκείνα όλο και μεγάλωναν .
Πέρασαν οι εποχές και ήρθαν καλοκαίρια χωρίς βροχή μέχρι που τα λουλουδάκια, το
ένα μετά το άλλο, μαράθηκαν και έπεσαν στο χώμα. Άλλα γρήγορα, άλλα μετά από
μάχη με την ξηρασία και τον δυνατό ήλιο. Μέχρι τότε όμως, περίμεναν μέρα με τη
μέρα τον κηπουρό να γυρίσει, αλλά μάταια…
Μετά από χρόνια και καιρούς, ο κηπάκος δεν θύμιζε σε τίποτα τις παλιές του
ανθισμένες εποχές. Δεν υπήρχε πια ούτε ίχνος λουλουδιού σε αυτόν. Μεγάλα και
αιχμηρά αγκάθια είχαν καλύψει όλη την επιφάνεια του άλλοτε όμορφου κήπου.
Κανείς δεν περίμενε κανέναν να γυρίσει αλλά και κανείς δεν έβρισκε σκοπό και
δύναμη για να ομορφύνει.
Μια μέρα, ένα από τα αγκάθια ένιωσε μέσα του κάτι να του λέει πως δεν είναι
αγκάθι παρότι βρίσκεται ανάμεσά τους και μοιάζει να είναι ίδιο μαζί τους. Του
πήρε λίγο καιρό να το πιστέψει τόσο ώστε να μπορέσει να το πει στο διπλανό του
αγκάθι που όμως γέλασε μαζί του. Μέσα σε λίγες μέρες, όλα τα αγκάθια είχαν
μάθει για εκείνο το ένα που πίστευε το αδιανόητο, πως είναι λουλούδι. Του
έβγαλαν το παρατσούκλι ‘αγκαθολούλουδο’…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου